πένομαι

πένομαι
ΝΑ
(μόνον στον ενεστ. και στον παρατ.) είμαι πένητας, ενδεής, φτωχός, στερούμαι τα αναγκαία μέσα για άνετη διαβίωση, ζω στερημένα
αρχ.
1. (αμτβ.) μοχθώ, κοπιάζω
2. εργάζομαι για να εξοικονομήσω τους απαραίτητους πόρους ζωής
3. έχω έλλειψη άρα και ανάγκη από κάτι («τῶν σοφῶν [δηλ. τῆς σοφίας] οὐ πένει», Αισχύλ.)
4. (μτβ.) καταγίνομαι με κάτι, παρασκευάζω ή ετοιμάζω κάτι («βροτήσια ἔργα πένεσθαι», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η αρχική σημ. τού ρ. πένομαι, όπως φαίνεται από το ομηρικό κείμενο, είναι «εργάζομαι, ασχολούμαι με οικιακές εργασίες». Αυτή η σημ. θα επέτρεπε πιθ. τη σύνδεση τού ρ. με τ. όπως: λιθουαν. pinti «πλέκω», αρχ. σλαβ. peti «τεντώνω», αρμεν. hanum / henum «υφαίνω», γερμ. spinnen «γνέθω». Μια τέτοια σύνδεση, όμως, προσκρούει στο γεγονός ότι το ρ. πένομαι δεν χρησιμοποιείται στον Όμηρο αναφορικά με τέτοιες εργασίες. Ωστόσο, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι όλα τα παραπάνω ρ. ανάγονται σε μια γενική σημ. «τεντώνω, απλώνω» και κατ' επέκταση «καταβάλλω προσπάθεια για να τεντώσω κάτι». Επομένως, κατά την άποψη αυτή, η οποία, όμως, παραμένει ανεπιβεβαίωτη, είναι δυνατό να ενταχθεί και το πένομαι στην οικογένεια αυτή, χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένο είδος εργασίας. Αξιοσημείωτη είναι, τέλος, η διαφορά σημ. που παρουσιάζουν τα παρ. τού ρ. αυτού: οι τ. που εμφανίζουν την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας (πρβλ. πόνος, πονώ κ.λπ.) έχουν τη σημ. «εργασία, προσπάθεια, μόχθος, κόπος, λύπη, ταραχή», η οποία στη συνέχεια εξελίχθηκε στη σημ. «ένδεια, φτώχεια, στέρηση» (πρβλ. πενία, πένης, πενιχρός). Ανάλογη εξέλιξη παρουσιάζει και το λατ. laboro «πονώ, εργάζομαι, μοχθώ, ταλαιπωρούμαι, υποφέρω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πένομαι — βλ. πίν. 2 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πένομαι — toil pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πένομαι — ζω στερημένα, φτωχικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πένεσθε — πένομαι toil pres imperat mp 2nd pl πένομαι toil pres ind mp 2nd pl πένομαι toil imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενομένω — πένομαι toil pres part mp masc/neut nom/voc/acc dual πένομαι toil pres part mp masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενομένων — πένομαι toil pres part mp fem gen pl πένομαι toil pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενόμεθα — πένομαι toil pres ind mp 1st pl πένομαι toil imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενόμενον — πένομαι toil pres part mp masc acc sg πένομαι toil pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πένῃ — πένομαι toil pres subj mp 2nd sg πένομαι toil pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενομέναις — πένομαι toil pres part mp fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”